Ράνια, 11 ετών, από το Μπαγκλαντές

Ο μπαμπάς και η μαμά φοβούνταν ότι θα τραβήξω την προσοχή των ανδρών γι αυτό ήταν καλύτερα να κάτσω σπίτι… Μια ημέρα ο μπαμπάς μου είπε να ντυθώ καλά γιατί θα εμφανιστώ στον άνδρα που θα παντρευτώ. Θα παντρευτώ; Είναι δυνατόν να είναι αλήθεια; Ήμουν τρομοκρατημένη και μπερδεμένη, αλλά δεν έκλαψα. Πρέπει να δείχνω σεβασμό στον πατέρα μου και τις αποφάσεις του. Έτσι κι αλλιώς οι γονείς δεν ξέρουν τι είναι καλύτερο για τα παιδιά τους; Φοβόμουνα να φέρω αντίρρηση στον πατέρα μου. Μισή ώρα αργότερα παρουσιάστηκα έτοιμη.
Δεν ξέρω τι προίκα συμφώνησε ο πατέρας μου να δώσει, αλλά έδειχναν και οι δυο ευχαριστημένοι. Ο τύπος αυτές φαινόταν να έχει χρήματα. Ήταν σημαντικό για την οικογένεια μου γιατί εμείς δεν είχαμε. Ο άνδρας αυτός και η οικογένεια του είχαν ταξιδέψει από μακριά με το τρένο και έμενε στο κοντινό χωριό. Έπρεπε να έχω χαμηλωμένο το βλέμμα, αλλά του έριξα μια ματιά. Ήταν 35 χρονών! Μου φάνηκε γέρος και άσχημος. Είχε ήδη μια σύζυγο. θα ήμουν η σύζυγος “νούμερο δύο”! Τρομοκρατήθηκε,αλλά πάλι δεν έκλαψα. Όλα έγιναν υπερβολικά γρήγορα. Θα παντρευόμουνα σε δυο ημέρες…
Ο αδελφός μου θύμωσε πολύ όταν το έμαθε. Είπε στον πατέρα μου ότι είμαι πολύ μικρή και ότι μπορεί να πεθάνω εάν μείνω έγκυος. Φώναζαν και τους άκουσαν οι γείτονες. Διακόσιοι άνθρωποι από το χωριό μαζεύτηκαν στο σπίτι και είπαν στον πατέρα μου ότι δεν πρέπει να με παντρέψει, ότι είναι παράνομο. Είχαν ξύλα στα χέρια τους και του ζήτησαν να συμφωνήσει ότι δεν θα με παντρέψει εάν δεν κλείσω τα 18… Ήταν και συγγενείς μας που έλεγαν στους γονείς μου να με παντρέψουν για να έχω κάποιον να με φροντίζει και έτσι θα είχαν κι ένα στόμα λιγότερο να θρέψουν. Αυτοί ήταν που γνώρισαν στον πατέρα μου τον γαμπρό.

Δεν ήταν εύκολο να ακυρωθεί ο γάμος. Ο πατέρας μου είχε δώσει τον λόγο του. Σχεδίαζαν να με πάρουν πριν ξημερώσει και να με παντρέψουν κρυφά. Οι συγχωριανοί όμως απείλησαν τους γονείς μου ότι θα τους καταγγείλουν στις αρχές και ότι θα χάσουν την δουλειά τους και είπαν στον γαμπρό ότι θα πάει φυλακή. Ο πατέρας μου δεν είχε άλλη επιλογή από το ματαιώσει τον γάμο. Δεν είναι θυμωμένοι μαζί μου. Και εγώ είμαι ευτυχισμένη».
Σαντία, 16 ετών, από το Μπαγκλαντές
«Ήμουν καλή μαθήτρια, μου άρεσε να μαθαίνω. Αγαπούσα το σχολείο, ειδικά τα μαθηματικά που ήταν το αγαπημένο μου μάθημα. Ονειρευόμουν να γίνω δασκάλα. Δυο χρόνια όμως πριν τελειώσω, μια ημέρα ο πατέρα μου μου είπε ότι πρέπει να σταματήσω. Έκανα αυτό που μου είπαν οι γονείς μου αν και δεν καταλάβαινα το γιατί.


Δεν συνάντησα ούτε μια φορά τον σύζυγό μου πριν τον γάμο, αλλά μου είπαν ότι ήταν καλός άνθρωπος. Είχε δουλειά, ήταν αγρότης, δεν έπαιρνε ναρκωτικά. Φοβόμουν. Δεν ήξερα τίποτα. Πριν από τον γάμο, κάθισα σπίτι και έβαλα τα κλάματα. Οι γείτονες μου είπαν ότι αυτό ήταν το καλύτερο για μένα και ότι έπρεπε να σεβαστώ την απόφαση των γονιών μου. Η γιαγιά μου που είχε παντρευτεί κι αυτή πολύ μικρή, προσπάθησε να με βοηθήσει. Μου εξήγησε τι θα πρέπει να κάνω ότι θα πρέπει να φροντίζω το σπίτι και την οικογένεια του συζύγου μου. Μου είπε τι θα γίνει και τη νύχτα του γάμου.
Έξι ημέρες μετά έγινε ο γάμος. Όλοι χόρευαν. Εγώ κάθισα ακίνητη. Ενώ οι καλεσμένοι έτρωγαν, εγώ και ο σύζυγός μου πήγαμε μέσα για το τελετουργικό. Καθίσαμε δίπλα-δίπλα στο κρεβάτι και μας έδωσαν ρύζι και γάλα. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που τον είδα. Δεν είπαμε τίποτα. Εγώ άρχισα να κλαίω… Θρηνούσα την χαμένη ελευθερία μου, την χαμένη μου ζωή.
Λίγους μήνες αργότερα σταμάτησε η περίοδος μου. Η αδελφή μου μού είπε ότι ήμουν έγκυος… Γέννησα με καισαρική.
Λίγους μήνες αργότερα σταμάτησε η περίοδος μου. Η αδελφή μου μού είπε ότι ήμουν έγκυος… Γέννησα με καισαρική.
Ονειρευόμουν να γίνω ένα αξιοσέβαστο μέλος της τοπικής μου κοινωνίας. Ονειρευόμουν να μην είμαι φτωχή. Να έχω μια καλή ζωή. Παντρεύτηκα όταν ήμουν 14 ετών. Η κόρη μου είναι 4 ετών, ο γιος μου 8 μηνών. Ζούμε μαζί με την οικογένεια του συζύγου μου σε τέσσερα σπίτια γύρω από μια αυλή. Γύρω μας είναι τα ριζοχώραφα. Έχω υποχρεώσεις ως σύζυγος και μητέρα, έχω μια οικογένεια να φροντίσω. Όταν κάποιος με ρωτάει για το μέλλον, σκέφτομαι ότι αυτή θα είναι η ζωή μου τώρα. Ανησυχώ μήπως η κόρη μου υποχρεωθεί κι αυτή να παντρευτεί νωρίς. Θα κάνω ό,τι μπορώ για να μην περάσει τα ίδια με μένα. Κανείς δεν αξίζει να περάσει τα ίδια».
Λατίφα, 15 ετών από την Τανζανία

Ο πατέρας μου ήταν θυμωμένος, γυρνούσε σπίτι αργά… Η μητέρα μου έφυγε και τρία χρόνια αργότερα ο πατέρας μου παντρεύτηκε πάλι. Η μητριά μου ποτέ δεν με συμπάθησε. Είχα αρχίσει την τελευταία τάξη του δημοτικού και ανυπομονούσα για το γυμνάσιο όταν με φώναξε ένα βράδυ ο πατέρας μου και μου είπε ότι δεν θα ξαναπάω σχολείο και ότι θα παντρευτώ έναν άνδρα που τον λένε Σαλούν, που δεν είχα συναντήσει ποτέ στη ζωή μου. Μου είπε ότι ήταν 35 ετών και ότι τον είχε πληρώσει για να με παντρευτεί. Στην αρχή δεν ήξερα τι να πω γιατί δεν είχα καταλάβει τι μου έλεγε. Μετά είπα όχι. Ο πατέρας μου θύμωσε, μου είπε ότι είχαν όλα συμφωνηθεί, ότι ο Σαλούμ είχε ήδη πληρώσει και ότι οι άρχοντες του χωριού είχαν δεχθεί.
Μερικές ημέρες μετά η μητριά μου μου έφερε το φόρεμα που θα έπρεπε να φορέσω και προσπάθησε να μου εξηγήσει τι περιμένει ένας άνδρας από τη σύζυγο του. Δεν καταλάβαινα τι μου έλεγε.
Την ημέρα του γάμου μάζεψα τα πράγματα μου. Μπορούσα να πάρω μαζί μόνο τα ρούχα μου. Ο Σαλούμ ήρθε και με πήρε και φύγαμε με το λεωφορείο για την πρωτεύουσα. Στο δρόμο έκλαιγα.

Κάθε μέρα έμενα μόνη μου στο σπίτι. Ο Σαλούμ δούλευε. Εγώ έπρεπε να τα κάνω όλα. Στην αρχή βοηθούσε. Ένιωθα τόσο μόνη μου και αυτό ήταν το χειρότερο. Μου έλειπε το σχολείο και οι φίλοι μου. Μετά άρχισε να έρχεται όλο και πιο αργά, άρχισε να με χτυπά και να με κακοποιεί. Ήθελα να φύγω, αλλά δεν είχα που να πάω.
Εννέα μήνες μετά τον γάμο γέννησα ένα κοριτσάκι. Ο τοκετός κράτησε 11 ώρες και οι γείτονες με πήγαν στο νοσοκομείο και μετά με γύρισαν στο σπίτι. Ο Σαλούμ είδε το μωρό όταν γύρισε αργά το βράδυ και δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος. Δεν ήξερα πως να φροντίσω ένα μωρό. Μια ημέρα γύρισα σπίτι από το παιδίατρο με την κόρη μου και βρήκα την πόρτα κλειδωμένη. Το δωμάτιο που νοίκιαζε ο Σαλούμ ήταν τελείως άδειο και υπήρχε μια βαλίτσα με τα πράγματα μου έξω από το σπίτι. Ο Σαλούμ εξαφανίστηκε χωρίς καμία εξήγηση. Στεκόμουν εκεί με ένα μωρό δυο μηνών στην αγκαλιά και έκλαιγα. Κοιμήθηκα στους γείτονες το βράδυ, στο πάτωμα. Δεν είχα που να πάω. Δεν μπορούσα να γυρίσω στην οικογένεια μου. Ήμουν μόνη μου με ένα μωρό.
Την επομένη πήρα το μωρό και βγήκαμε στους δρόμους. Πήγα στην αγορά που ήταν το μόνο μέρος που ήξερα. Ζητιάνευα για να ζήσουμε. Έτσι πέρασα δυο μήνες. Μια μέρα με πλησίασε μια κυρία. Της είπα την ιστορία μου. Πήγαμε στο σπίτι που ζούσα με τον Σαλούμ και επιβεβαίωσε από τους γείτονες όσα της είπα. Δέχθηκε να ζήσω μαζί της. Τώρα είναι όλα λίγο καλύτερα. Τουλάχιστον δεν είμαι μόνη μου. Το μωρό μου είναι 2 ετών και είμαστε συνέχεια μαζί. Ελπίζω η ζωή της να είναι καλύτερη από τη δική μου. Αυτό που μπορώ να κάνω είναι να βεβαιωθώ ότι θα πάει σχολείο και ότι δεν παντρευτεί έναν ξένο ενάντια στη θέληση της».
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου